μετάξι

μετάξι
το
-ιού
1. κλωστική ύλη που λαμβάνεται από τα κουκούλια του μεταξοσκώληκα.
2. το νήμα που κατασκευάζεται από μετάξι: Είναι κεντημένο με μετάξι.
3. «τεχνητό μετάξι», νήμα που παράγεται βιομηχανικά από παράγωγα της κυτταρίνης και μοιάζει με φυσικό μετάξι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

  • μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αιγειομέταξος — αἰγειομέταξος, ον (Μ) ο κατασκευασμένος από μαλλί κατσίκας μαλακό και στιλπνό, που μοιάζει με μετάξι, ή από μαλλί και μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθετο αἴγειος* + ουσ. μετάξι] …   Dictionary of Greek

  • μεταξένιος — α, ο (Μ μεταξένιος, α, ον) [μετάξι] 1. αυτός που είναι φτειαγμένος από μετάξι, μετάξινος, μεταξωτός 2. αυτός που μοιάζει με μετάξι ή έχει υφή μεταξιού, τρυφερός, απαλός και λείος («μεταξένια μαλλιά») …   Dictionary of Greek

  • μεταξοΰφαντος — η, ο 1. αυτός που έχει υφανθεί από μετάξι, ο μεταξωτός 2. αυτός που μοιάζει με ύφασμα από μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι + υφαντός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο] …   Dictionary of Greek

  • σήρ — ηρός, ὁ, Α 1. μεταξοσκώληκας 2. μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από το κινεζ. se «μετάξι». Ο τ. σήρ με σημ. «μεταξοσκώληκας» είναι υποχωρητικό παράγωγο τού τ. σήρ «μετάξι». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. Sērēs,… …   Dictionary of Greek

  • σετακρούτα — και σαντακρούτα και σατακρούτα, η, Ν είδος υφάσματος από ακατέργαστο υποκίτρινο μετάξι που χρησιμοποιείται σε ανδρικά και γυναικεία ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. seta cruda «ωμό, ακατέργαστο μετάξι» (< seta «μετάξι» και crudo «ωμός,… …   Dictionary of Greek

  • μεταξένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που είναι φτιαγμένος από μετάξι: Μεταξένιο ρούχο. 2. μτφ., αυτός που μοιάζει με μετάξι ή είναι μαλακός σαν μετάξι: Μεταξένιο δέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”